- ἡμιζύγιος
- ἡμι-ζύγιος [ῠ], ον,A forming half a pair of scales, Arist.Mech.853b26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιζύγιος — ἡμιζύγιος, ον (Α) αυτός που ισορροπεί, που είναι μισός από το ένα μέρος και μισός από το άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ζύγιος (< ζυγόν), πρβλ. βου ζύγιος, υπο ζύγιος] … Dictionary of Greek
ἡμιζυγίου — ἡμιζύγιος forming half a pair of scales masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek